ἀναγαργάρισμα

ἀναγαργάρισμα
ἀναγαργάρισμα
gargle
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναγαργάρισμα — το (Α ἀναγαργάρισμα) [ἀναγαργαρίζω] φάρμακο κατάλληλο για γαργάρα, και η ίδια η γαργάρα …   Dictionary of Greek

  • ἀναγαργαρισμάτων — ἀναγαργάρισμα gargle neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαρίσμασι — ἀναγαργάρισμα gargle neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαρίσμασιν — ἀναγαργάρισμα gargle neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαρίσματα — ἀναγαργάρισμα gargle neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαρίσματι — ἀναγαργάρισμα gargle neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναγαργαρίσματος — ἀναγαργάρισμα gargle neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναγαργαρίζω — (Α ἀναγαργαρίζω) κάνω γαργάρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + γαργαρίζω. ΠΑΡ. αναγαργάρισμα αρχ. ἀναγαργαρισμός, ἀναγαργάριστον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”